Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥητέος
ῥητήρ
ῥητορεία
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητός
ῥήτρα
ῥήτωρ
ῥιγεδανός
ῥιγέω
ῥιγηλός
ῥίγιον
ῥίγιστος
ῥιγομάχης
ῥῖγος
ῥιγόω
ῥίζα
ῥιζίον
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
View word page
ῥιγηλός
ῥιγηλός ῥῑγηλός, ή, όν making to shiver, chilling, Hes.

ShortDef

making to shiver, chilling

Debugging

Headword:
ῥιγηλός
Headword (normalized):
ῥιγηλός
Headword (normalized/stripped):
ριγηλος
IDX:
29055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29089
Key:
r(ighlo/s

Data

{'content': 'ῥιγηλός\n ῥῑγηλός, ή, όν\n making to shiver, chilling, Hes.', 'key': 'r(ighlo/s'}