Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥηξηνορία
ῥηξήνωρ
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥῆσις
ῥητέος
ῥητήρ
ῥητορεία
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητός
ῥήτρα
ῥήτωρ
ῥιγεδανός
ῥιγέω
ῥιγηλός
ῥίγιον
ῥίγιστος
ῥιγομάχης
ῥῖγος
View word page
ῥητορικός
ῥητορικός ῥητορικός, ή, όν ῥήτωρ oratorical, rhetorical, ἡ ῥητορική (sc. τέχνη) rhetoric, the art of speaking, Plat.; ῥητορικὴ δειλία an oratorʼs timidity, Aeschin.:— adv. -κῶς, Plat. of persons, skilled in speaking, fit to be an orator, Plat., etc.

ShortDef

oratorical, rhetorical

Debugging

Headword:
ῥητορικός
Headword (normalized):
ῥητορικός
Headword (normalized/stripped):
ρητορικος
IDX:
29049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29083
Key:
r(htoriko/s

Data

{'content': 'ῥητορικός\n ῥητορικός, ή, όν\n ῥήτωρ\n oratorical, rhetorical, ἡ ῥητορική (sc. τέχνη) rhetoric, the art of speaking, Plat.; ῥητορικὴ δειλία an oratorʼs timidity, Aeschin.:— adv. -κῶς, Plat.\n of persons, skilled in speaking, fit to be an orator, Plat., etc.', 'key': 'r(htoriko/s'}