Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥευμάτιον
ῥευστικός
ῥέω
ῥῆγμα
ῥηγμίν
ῥήγνυμι
ῥῆγος
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥημάτιον
ῥηνοφορεύς
ῥήν
ῥηξηνορία
ῥηξήνωρ
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥῆσις
ῥητέος
ῥητήρ
ῥητορεία
View word page
ῥηνοφορεύς
ῥηνοφορεύς from ῥήν ῥηνο-φορεύς, έως, ὁ, φέρω clad in sheepskin, Anth.

ShortDef

clad in sheepskin

Debugging

Headword:
ῥηνοφορεύς
Headword (normalized):
ῥηνοφορεύς
Headword (normalized/stripped):
ρηνοφορευς
IDX:
29037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29071
Key:
r(hnoforeu/s

Data

{'content': 'ῥηνοφορεύς\n from ῥήν\n ῥηνο-φορεύς, έως, ὁ,\n φέρω\n clad in sheepskin, Anth.', 'key': 'r(hnoforeu/s'}