Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ἀνιάζω
ἀνιάομαι
ἀνία
ἁνία
ἀνιαρός
View word page
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπηρετέω to serve in turn, τινί Arist.

ShortDef

to serve in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυπηρετέω
Headword (normalized):
ἀνθυπηρετέω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπηρετεω
IDX:
2906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2907
Key:
a)nquphrete/w

Data

{'content': 'ἀνθυπηρετέω\n to serve in turn, τινί Arist.', 'key': 'a)nquphrete/w'}