Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ἀνιάζω
ἀνιάομαι
ἀνία
View word page
ἀνθυπείκω
ἀνθυπείκω to yield in turn, τινί Plut.
ShortDef
to yield in turn
Debugging
Headword:
ἀνθυπείκω
Headword (normalized):
ἀνθυπείκω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπεικω
IDX:
2904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2905
Key:
a)nqupei/kw
Data
{'content': 'ἀνθυπείκω\n to yield in turn, τινί Plut.', 'key': 'a)nqupei/kw'}