Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ἀνιάζω
View word page
ἀνθυπατικός
ἀνθυπατικός from ἀνθύπατος proconsular.

ShortDef

proconsular

Debugging

Headword:
ἀνθυπατικός
Headword (normalized):
ἀνθυπατικός
Headword (normalized/stripped):
ανθυπατικος
IDX:
2902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2903
Key:
a)nqupatiko/s

Data

{'content': 'ἀνθυπατικός\n from ἀνθύπατος\n proconsular.', 'key': 'a)nqupatiko/s'}