Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥάκος
ῥακόω
ῥάκωμα
ῥάμφος
ῥανίς
ῥαντήριος
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥάξ
ῥαπίζω
ῥάπισμα
ῥαπίς
ῥαπτός
ῥάπτω
ῥα
Ράριον
Ρᾶρος
ῥᾳστωνεύω
ῥᾳστώνη
ῥαφανιδόω
ῥαφανίς
View word page
ῥάπισμα
ῥάπισμα ῥάπισμα, ατος, τό, ῥαπίζω a stroke, a slap on the face, Luc.

ShortDef

a stroke, a slap on the face

Debugging

Headword:
ῥάπισμα
Headword (normalized):
ῥάπισμα
Headword (normalized/stripped):
ραπισμα
IDX:
28989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29023
Key:
r(a/pisma

Data

{'content': 'ῥάπισμα\n ῥάπισμα, ατος, τό,\n ῥαπίζω\n a stroke, a slap on the face, Luc.', 'key': 'r(a/pisma'}