Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
View word page
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατεύω from ἀνθύπατος to be proconsul, Plut.
ShortDef
to be proconsul
Debugging
Headword:
ἀνθυπατεύω
Headword (normalized):
ἀνθυπατεύω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπατευω
IDX:
2901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2902
Key:
a)nqupateu/w
Data
{'content': 'ἀνθυπατεύω\n from ἀνθύπατος\n to be proconsul, Plut.', 'key': 'a)nqupateu/w'}