Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥαιβόκρανος
ῥαιβοσκελής
ῥαιβός
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαίω
ῥακά
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακόω
ῥάκωμα
ῥάμφος
ῥανίς
ῥαντήριος
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥάξ
View word page
ῥακόδυτος
ῥακόδυτος ῥακό-δυτος, ον, δύω ragged, Eur.

ShortDef

ragged

Debugging

Headword:
ῥακόδυτος
Headword (normalized):
ῥακόδυτος
Headword (normalized/stripped):
ρακοδυτος
IDX:
28977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29011
Key:
r(ako/dutos

Data

{'content': 'ῥακόδυτος\n ῥακό-δυτος, ον,\n δύω\n ragged, Eur.', 'key': 'r(ako/dutos'}