Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
View word page
ἀνθυπάγω
ἀνθυπάγω to bring to trial in turn, Thuc.
ShortDef
to bring to trial in turn
Debugging
Headword:
ἀνθυπάγω
Headword (normalized):
ἀνθυπάγω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπαγω
IDX:
2900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2901
Key:
a)nqupa/gw
Data
{'content': 'ἀνθυπάγω\n to bring to trial in turn, Thuc.', 'key': 'a)nqupa/gw'}