Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
View word page
ἀνθυβρίζω
ἀνθυβρίζω to abuse one another, abuse in turn, Eur., Plut.
ShortDef
to abuse one another, abuse in turn
Debugging
Headword:
ἀνθυβρίζω
Headword (normalized):
ἀνθυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
ανθυβριζω
IDX:
2899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2900
Key:
a)nqubri/zw
Data
{'content': 'ἀνθυβρίζω\n to abuse one another, abuse in turn, Eur., Plut.', 'key': 'a)nqubri/zw'}