Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
View word page
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωποφυής φυή of manʼs nature, Hdt.
ShortDef
of man's nature
Debugging
Headword:
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized):
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφυης
IDX:
2898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2899
Key:
a)nqrwpofuh/s
Data
{'content': 'ἀνθρωποφυής\n φυή\n of manʼs nature, Hdt.', 'key': 'a)nqrwpofuh/s'}