Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωσις
ῥαβδωτός
ῥαγάς
ῥαγδαῖος
ῥαγίζω
ῥαγολόγος
ῥαδινάκη
ῥαδινός
ῥᾴδιος
ῥᾳδιουργέω
ῥᾳδιούργημα
ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργός
ῥαθάμιγξ
ῥαθαπυγίζω
ῥαθυμέω
View word page
ῥαγολόγος
ῥαγολόγος ῥᾱγο-λόγος, ον, ῥάξ, λέγω gathering berries, Anth.
ShortDef
gathering berries
Debugging
Headword:
ῥαγολόγος
Headword (normalized):
ῥαγολόγος
Headword (normalized/stripped):
ραγολογος
IDX:
28954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28988
Key:
r(agolo/gos
Data
{'content': 'ῥαγολόγος\n ῥᾱγο-λόγος, ον,\n ῥάξ, λέγω\n gathering berries, Anth.', 'key': 'r(agolo/gos'}