Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥαββί
ῥαβδίον
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωσις
ῥαβδωτός
ῥαγάς
ῥαγδαῖος
ῥαγίζω
ῥαγολόγος
ῥαδινάκη
ῥαδινός
ῥᾴδιος
ῥᾳδιουργέω
View word page
ῥαβδοφόρος
ῥαβδοφόρος ῥαβδο-φόρος, ον, φέρω = ῥαβδοῦχος 2, Polyb.
ShortDef
one who carries a rod or staff; a lictor
Debugging
Headword:
ῥαβδοφόρος
Headword (normalized):
ῥαβδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ραβδοφορος
IDX:
28948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28982
Key:
r(abdofo/ros
Data
{'content': 'ῥαβδοφόρος\n ῥαβδο-φόρος, ον,\n φέρω\n = ῥαβδοῦχος 2, Polyb.', 'key': 'r(abdofo/ros'}