Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
View word page
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφάγος φαγεῖν man eating, Arist.
ShortDef
man eating
Debugging
Headword:
ἀνθρωποφάγος
Headword (normalized):
ἀνθρωποφάγος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγος
IDX:
2897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2898
Key:
a)nqrwpofa/gos
Data
{'content': 'ἀνθρωποφάγος\n φαγεῖν\n man eating, Arist.', 'key': 'a)nqrwpofa/gos'}