Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πῶρος
πωρόω
πώρωσις
πως
πῶς
πωτάομαι
πώτημα
πῶυ
ῥαββί
ῥαβδίον
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωσις
ῥαβδωτός
View word page
ῥαβδομαχία
ῥαβδομαχία ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, μάχομαι a fighting with a staff or foil, Plut.
ShortDef
a fighting with a staff
Debugging
Headword:
ῥαβδομαχία
Headword (normalized):
ῥαβδομαχία
Headword (normalized/stripped):
ραβδομαχια
IDX:
28940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28974
Key:
r(abdomaxi/a
Data
{'content': 'ῥαβδομαχία\n ῥαβδο-μᾰχία, ἡ,\n μάχομαι\n a fighting with a staff or foil, Plut.', 'key': 'r(abdomaxi/a'}