Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πῶλος
πωλοτρόφος
πῶμα
πῶμα
πωμάζω
πώμαλα
πω
πώποτε
πῶ
πώρινος
πῶρος
πωρόω
πώρωσις
πως
πῶς
πωτάομαι
πώτημα
πῶυ
ῥαββί
ῥαβδίον
ῥαβδομαχία
View word page
πῶρος
πῶρος πῶρος, ὁ, Lat. tophus, Ital. tufa, a porous stone; the πώρινος λίθος of Hdt.
ShortDef
tufa, a porous stone
Debugging
Headword:
πῶρος
Headword (normalized):
πῶρος
Headword (normalized/stripped):
πωρος
IDX:
28930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28963
Key:
pw=ros
Data
{'content': 'πῶρος\n πῶρος, ὁ,\n Lat. tophus, Ital. tufa, a porous stone; the πώρινος λίθος of Hdt.', 'key': 'pw=ros'}