Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
View word page
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγέω to eat men or manʼs flesh, Hdt.

ShortDef

to eat men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφαγέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγεω
IDX:
2895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2896
Key:
a)nqrwpofage/w

Data

{'content': 'ἀνθρωποφαγέω\n to eat men or manʼs flesh, Hdt.', 'key': 'a)nqrwpofage/w'}