Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτρόφος
πῶμα
πῶμα
πωμάζω
πώμαλα
πω
πώποτε
πῶ
πώρινος
πῶρος
πωρόω
πώρωσις
View word page
πῶμα
πῶμα πῶμα, ατος, τό, a lid, cover, Hom. Of unknown origin.
ShortDef
a lid, cover
a drink, a draught
Debugging
Headword:
πῶμα
Headword (normalized):
πῶμα
Headword (normalized/stripped):
πωμα
IDX:
28922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28955
Key:
pw=ma1
Data
{'content': 'πῶμα\n πῶμα, ατος, τό,\n a lid, cover, Hom.\n Of unknown origin.', 'key': 'pw=ma1'}