Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτρόφος
πῶμα
πῶμα
πωμάζω
πώμαλα
πω
πώποτε
πῶ
View word page
πωλοδάμνης
πωλοδάμνης πωλο-δάμνης, ου, ὁ, δαμάω a horsebreaker, Xen.
ShortDef
a horsebreaker
Debugging
Headword:
πωλοδάμνης
Headword (normalized):
πωλοδάμνης
Headword (normalized/stripped):
πωλοδαμνης
IDX:
28918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28951
Key:
pwloda/mnhs
Data
{'content': 'πωλοδάμνης\n πωλο-δάμνης, ου, ὁ,\n δαμάω\n a horsebreaker, Xen.', 'key': 'pwloda/mnhs'}