Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
View word page
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποσφαγέω σφάττω to slay men, Eur.

ShortDef

to slay men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποσφαγεω
IDX:
2894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2895
Key:
a)nqrwposfage/w

Data

{'content': 'ἀνθρωποσφαγέω\n σφάττω\n to slay men, Eur.', 'key': 'a)nqrwposfage/w'}