Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτρόφος
πῶμα
πῶμα
πωμάζω
πώμαλα
View word page
πωλικός
πωλικός πωλικός, ή, όν πῶλος of foals, fillies, or young horses, ἀπήνη π. a chariot drawn by horses, Soph., Eur.; π. διώγματα pursuit in chariot drawn by horses, Eur. of any young animal, π. ἑδώλια the girlsʼ apartments, Aesch.

ShortDef

of foals, fillies

Debugging

Headword:
πωλικός
Headword (normalized):
πωλικός
Headword (normalized/stripped):
πωλικος
IDX:
28915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28948
Key:
pwliko/s

Data

{'content': 'πωλικός\n πωλικός, ή, όν\n πῶλος\n of foals, fillies, or young horses, ἀπήνη π. a chariot drawn by horses, Soph., Eur.; π. διώγματα pursuit in chariot drawn by horses, Eur.\n of any young animal, π. ἑδώλια the girlsʼ apartments, Aesch.', 'key': 'pwliko/s'}