Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτρόφος
πῶμα
View word page
πώλης
πώλης from πωλέω πώλης, ου, ὁ, a seller, dealer, Ar.
ShortDef
a seller, dealer
Debugging
Headword:
πώλης
Headword (normalized):
πώλης
Headword (normalized/stripped):
πωλης
IDX:
28912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28945
Key:
pw/lhs
Data
{'content': 'πώλης\n from πωλέω\n πώλης, ου, ὁ,\n a seller, dealer, Ar.', 'key': 'pw/lhs'}