Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτρόφος
View word page
πώλησις
πώλησις πώλησις, εως, from πωλέω a selling, sale, Xen.

ShortDef

a selling, sale

Debugging

Headword:
πώλησις
Headword (normalized):
πώλησις
Headword (normalized/stripped):
πωλησις
IDX:
28911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28944
Key:
pw/lhsis

Data

{'content': 'πώλησις\n πώλησις, εως,\n from πωλέω\n a selling, sale, Xen.', 'key': 'pw/lhsis'}