Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλομάχος
View word page
πωλεύω
πωλεύω πωλεύω, fut. -σω πῶλος to break in a young horse, Xen.
ShortDef
to break in a young horse
Debugging
Headword:
πωλεύω
Headword (normalized):
πωλεύω
Headword (normalized/stripped):
πωλευω
IDX:
28909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28942
Key:
pwleu/w
Data
{'content': 'πωλεύω\n πωλεύω,\n fut. -σω\n πῶλος\n to break in a young horse, Xen.', 'key': 'pwleu/w'}