Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
πωλίον
πωλοδαμνέω
View word page
πωλέομαι
πωλέομαι πωλέομαι, Frequent. of πολέομαι to go up and down, go to and fro, Lat. versari in loco: hence, to go or come frequently, εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο Il.; εἰς ἡμέτερον δῶμα πωλεύμενοι Od.

ShortDef

to go up and down, go to and fro

Debugging

Headword:
πωλέομαι
Headword (normalized):
πωλέομαι
Headword (normalized/stripped):
πωλεομαι
IDX:
28907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28940
Key:
pwle/omai

Data

{'content': 'πωλέομαι\n πωλέομαι,\n Frequent. of πολέομαι\n to go up and down, go to and fro, Lat. versari in loco: hence, to go or come frequently, εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο Il.; εἰς ἡμέτερον δῶμα πωλεύμενοι Od.', 'key': 'pwle/omai'}