Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
πωλεύω
πωλέω
πώλησις
πώλης
πωλητήριον
πωλητής
πωλικός
View word page
πωλεία
πωλεία πωλεία, ἡ, a breeding of foals, stud, breed, Xen.

ShortDef

a breeding of foals, stud, breed

Debugging

Headword:
πωλεία
Headword (normalized):
πωλεία
Headword (normalized/stripped):
πωλεια
IDX:
28905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28938
Key:
pwlei/a

Data

{'content': 'πωλεία\n πωλεία, ἡ,\n a breeding of foals, stud, breed, Xen.', 'key': 'pwlei/a'}