Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευσις
View word page
πυρωπός
πυρωπός πῠρ-ωπός, όν ὤψ fiery-eyed, fiery, Aesch.

ShortDef

fiery-eyed, fiery

Debugging

Headword:
πυρωπός
Headword (normalized):
πυρωπός
Headword (normalized/stripped):
πυρωπος
IDX:
28898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28931
Key:
purwpo/s

Data

{'content': 'πυρωπός\n πῠρ-ωπός, όν\n ὤψ\n fiery-eyed, fiery, Aesch.', 'key': 'purwpo/s'}