Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
View word page
πυρώδης
πυρώδης πῠρ-ώδης, ες εἶδος like fire, fiery, Ar., etc.
ShortDef
cereal
like fire, fiery
Debugging
Headword:
πυρώδης
Headword (normalized):
πυρώδης
Headword (normalized/stripped):
πυρωδης
IDX:
28897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28930
Key:
purw/dhs2
Data
{'content': 'πυρώδης\n πῠρ-ώδης, ες\n εἶδος\n like fire, fiery, Ar., etc.', 'key': 'purw/dhs2'}