Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
πωλεία
View word page
πυρφορέω
πυρφορέω πυρφορέω, fut. -ήσω to be a πυρφόρος, to carry a torch, Eur. to set on fire, Aesch.
ShortDef
to be a torch-bearer
Debugging
Headword:
πυρφορέω
Headword (normalized):
πυρφορέω
Headword (normalized/stripped):
πυρφορεω
IDX:
28895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28928
Key:
purfore/w
Data
{'content': 'πυρφορέω\n πυρφορέω,\n fut. -ήσω\n to be a πυρφόρος, to carry a torch, Eur.\n to set on fire, Aesch.', 'key': 'purfore/w'}