Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
πώγων
View word page
πυρσώδης
πυρσώδης πυρσ-ώδης, ες εἶδος like a firebrand, Eur.

ShortDef

like a firebrand

Debugging

Headword:
πυρσώδης
Headword (normalized):
πυρσώδης
Headword (normalized/stripped):
πυρσωδης
IDX:
28894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28927
Key:
pursw/dhs

Data

{'content': 'πυρσώδης\n πυρσ-ώδης, ες\n εἶδος\n like a firebrand, Eur.', 'key': 'pursw/dhs'}