Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
πωγώνιον
πωγωνοφόρος
View word page
πυρσοτόκος
πυρσοτόκος πυρσο-τόκος, ον, τίκτω fire-producing, π. λίθος a flint, Anth.
ShortDef
fire-producing
Debugging
Headword:
πυρσοτόκος
Headword (normalized):
πυρσοτόκος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοτοκος
IDX:
28893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28926
Key:
pursoto/kos
Data
{'content': 'πυρσοτόκος\n πυρσο-τόκος, ον,\n τίκτω\n fire-producing, π. λίθος a flint, Anth.', 'key': 'pursoto/kos'}