Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
πυτίνη
View word page
πυρσόνωτος
πυρσόνωτος πυρσό-νωτος, ον, red-backed, Eur.

ShortDef

red-backed

Debugging

Headword:
πυρσόνωτος
Headword (normalized):
πυρσόνωτος
Headword (normalized/stripped):
πυρσονωτος
IDX:
28891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28924
Key:
purso/nwtos

Data

{'content': 'πυρσόνωτος\n πυρσό-νωτος, ον,\n red-backed, Eur.', 'key': 'purso/nwtos'}