Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πυτιναῖος
View word page
πυρσοβόλος
πυρσοβόλος πυρσο-βόλος, ον, βάλλω shooting forth fire, Anth.

ShortDef

shooting forth fire

Debugging

Headword:
πυρσοβόλος
Headword (normalized):
πυρσοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοβολος
IDX:
28890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28923
Key:
pursobo/los

Data

{'content': 'πυρσοβόλος\n πυρσο-βόλος, ον,\n βάλλω\n shooting forth fire, Anth.', 'key': 'pursobo/los'}