Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
View word page
πυρρότριχος
πυρρότριχος πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρρότριχος
Headword (normalized):
πυρρότριχος
Headword (normalized/stripped):
πυρροτριχος
IDX:
28887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28920
Key:
purro/trixos

Data

{'content': 'πυρρότριχος\n πυρρό-τρῐχος, ον,\n = πυρρόθριξ, Theocr.', 'key': 'purro/trixos'}