Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
View word page
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιΐα from ἀνθρωποποιός a making of man or men, Luc.

ShortDef

a making of man

Debugging

Headword:
ἀνθρωποποιΐα
Headword (normalized):
ἀνθρωποποιΐα
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποποιια
IDX:
2891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2892
Key:
a)nqrwpopoii/+a

Data

{'content': 'ἀνθρωποποιΐα\n from ἀνθρωποποιός\n a making of man or men, Luc.', 'key': 'a)nqrwpopoii/+a'}