Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσώδης
πυρφορέω
View word page
πυρροπίπης
πυρροπίπης πυρρ-οπί_πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω one that ogles young boys with a play upon πῡρο-πίπης, ogling wheat (i. e. dinner in the Prytaneium), Ar.

ShortDef

one that ogles young boys

Debugging

Headword:
πυρροπίπης
Headword (normalized):
πυρροπίπης
Headword (normalized/stripped):
πυρροπιπης
IDX:
28885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28918
Key:
purropi/phs

Data

{'content': 'πυρροπίπης\n πυρρ-οπί_πης, ου, ὁ,\n ὀπιπτεύω\n one that ogles young boys with a play upon πῡρο-πίπης, ogling wheat (i. e. dinner in the Prytaneium), Ar.', 'key': 'purropi/phs'}