Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
View word page
πυρροκόραξ
πυρροκόραξ πυρρο-κόραξ, ακος, a crow with a red beak, Plin.

ShortDef

a crow with a red beak

Debugging

Headword:
πυρροκόραξ
Headword (normalized):
πυρροκόραξ
Headword (normalized/stripped):
πυρροκοραξ
IDX:
28883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28916
Key:
purroko/rac

Data

{'content': 'πυρροκόραξ\n πυρρο-κόραξ, ακος,\n a crow with a red beak, Plin.', 'key': 'purroko/rac'}