Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
πυρσόνωτος
View word page
πυρρογένειος
πυρρογένειος πυρρο-γένειος, ον, γένειον red-bearded, Anth.
ShortDef
red-bearded
Debugging
Headword:
πυρρογένειος
Headword (normalized):
πυρρογένειος
Headword (normalized/stripped):
πυρρογενειος
IDX:
28881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28914
Key:
purroge/neios
Data
{'content': 'πυρρογένειος\n πυρρο-γένειος, ον,\n γένειον\n red-bearded, Anth.', 'key': 'purroge/neios'}