Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
πυρσοβόλος
View word page
πύρριχος
πύρριχος πύρρῐχος, η, ον Doric for πυρρός red, Theocr.

ShortDef

red

Debugging

Headword:
πύρριχος
Headword (normalized):
πύρριχος
Headword (normalized/stripped):
πυρριχος
IDX:
28880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28913
Key:
pu/rrixos

Data

{'content': 'πύρριχος\n πύρρῐχος, η, ον\n Doric for πυρρός\n red, Theocr.', 'key': 'pu/rrixos'}