Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσεύω
View word page
πυρριχιστής
πυρριχιστής πυρρῐχιστής, οῦ, ὁ, a dancer of the πυρρίχη: οἱ π. the chorus of Pyrrhic dancers, Lys., Isae.

ShortDef

a dancer of the πυρρίχη

Debugging

Headword:
πυρριχιστής
Headword (normalized):
πυρριχιστής
Headword (normalized/stripped):
πυρριχιστης
IDX:
28879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28912
Key:
purrixisth/s

Data

{'content': 'πυρριχιστής\n πυρρῐχιστής, οῦ, ὁ,\n a dancer of the πυρρίχη: οἱ π. the chorus of Pyrrhic dancers, Lys., Isae.', 'key': 'purrixisth/s'}