Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρρός
πυρρότριχος
View word page
πυρριχίζω
πυρριχίζω πυρρῐχίζω, to dance the pyrrhic dance, Luc.
ShortDef
to dance the pyrrhic dance
Debugging
Headword:
πυρριχίζω
Headword (normalized):
πυρριχίζω
Headword (normalized/stripped):
πυρριχιζω
IDX:
28877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28910
Key:
purrixi/zw
Data
{'content': 'πυρριχίζω\n πυρρῐχίζω,\n to dance the pyrrhic dance, Luc.', 'key': 'purrixi/zw'}