Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
View word page
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπολόγος λέγω speaking of man, Arist.

ShortDef

speaking of man

Debugging

Headword:
ἀνθρωπολόγος
Headword (normalized):
ἀνθρωπολόγος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπολογος
IDX:
2890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2891
Key:
a)nqrwpolo/gos

Data

{'content': 'ἀνθρωπολόγος\n λέγω\n speaking of man, Arist.', 'key': 'a)nqrwpolo/gos'}