Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόομαι
πυρροπίπης
View word page
Πυρρικός
Πυρρικός Πυρρῐκός, ή, όν named after Pyrrhus, Theocr.

ShortDef

named after Pyrrhus

Debugging

Headword:
Πυρρικός
Headword (normalized):
πυρρικός
Headword (normalized/stripped):
πυρρικος
IDX:
28875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28908
Key:
*purriko/s

Data

{'content': 'Πυρρικός\n Πυρρῐκός, ή, όν\n named after Pyrrhus, Theocr.', 'key': '*purriko/s'}