Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
View word page
πυρπόλος
πυρπόλος πυρ-πόλος, ον, πολέω wasting with fire, burning, κεραυνός Eur.

ShortDef

wasting with fire, burning

Debugging

Headword:
πυρπόλος
Headword (normalized):
πυρπόλος
Headword (normalized/stripped):
πυρπολος
IDX:
28873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28906
Key:
purpo/los

Data

{'content': 'πυρπόλος\n πυρ-πόλος, ον,\n πολέω\n wasting with fire, burning, κεραυνός Eur.', 'key': 'purpo/los'}