Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρρίχιος
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
View word page
πυρπόλημα
πυρπόλημα from πυρπολέω πυρπόλημα, ατος, τό, a watchfire, beacon, Eur.

ShortDef

a watchfire, beacon

Debugging

Headword:
πυρπόλημα
Headword (normalized):
πυρπόλημα
Headword (normalized/stripped):
πυρπολημα
IDX:
28872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28905
Key:
purpo/lhma

Data

{'content': 'πυρπόλημα\n from πυρπολέω\n πυρπόλημα, ατος, τό,\n a watchfire, beacon, Eur.', 'key': 'purpo/lhma'}