Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθυσία
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφυής
ἀνθυβρίζω
View word page
ἀνθρωπόκτονος
ἀνθρωπόκτονος κτείνω furnished by slaughtered men, Eur.
ShortDef
furnished by slaughtered men
Debugging
Headword:
ἀνθρωπόκτονος
Headword (normalized):
ἀνθρωπόκτονος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποκτονος
IDX:
2889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2890
Key:
a)nqrwpo/ktonos
Data
{'content': 'ἀνθρωπόκτονος\n κτείνω\n furnished by slaughtered men, Eur.', 'key': 'a)nqrwpo/ktonos'}