Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
View word page
ἀγρόνδε
ἀγρόνδε ἀγρός to the country, Od.

ShortDef

to the country

Debugging

Headword:
ἀγρόνδε
Headword (normalized):
ἀγρόνδε
Headword (normalized/stripped):
αγρονδε
IDX:
289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n289
Key:
a)gro/nde

Data

{'content': 'ἀγρόνδε\n ἀγρός\n to the country, Od.', 'key': 'a)gro/nde'}