Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
Πυρρικός
View word page
πυροφόρος
πυροφόρος πῡρο-φόρος, ον, πυρός, φέρω wheat-bearing, Il., Eur.

ShortDef

fire-bearing
wheat-bearing

Debugging

Headword:
πυροφόρος
Headword (normalized):
πυροφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυροφορος
IDX:
28865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28898
Key:
purofo/ros2

Data

{'content': 'πυροφόρος\n πῡρο-φόρος, ον,\n πυρός, φέρω\n wheat-bearing, Il., Eur.', 'key': 'purofo/ros2'}