Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πυρναῖος
πύρνον
πυροβόλος
πυρογενής
πυρόεις
πυροκλοπία
πυρολόγος
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροφόρος
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πῦρ
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
View word page
πυρός
πυρός .πῡρός, οῦ, ὁ, wheat, Hom.; also in pl., Od., etc.
ShortDef
wheat
Debugging
Headword:
πυρός
Headword (normalized):
πυρός
Headword (normalized/stripped):
πυρος
IDX:
28864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28897
Key:
puro/s
Data
{'content': 'πυρός\n .πῡρός, οῦ, ὁ,\n wheat, Hom.; also in pl., Od., etc.', 'key': 'puro/s'}